Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
Τιέπολο, Τζαμπατίστα — (Tiepolo, Βενετία 1696 – Μαδρίτη 1770). Ιταλός ζωγράφος. Μαθήτευσε στο εργαστήριο του Γκρεγκόριο Λατζαρίνι, γρήγορα όμως άρχισε να εργάζεται για δικό του λογαριασμό, επηρεαζόμενος περισσότερο από τον Τζαμπατίστα Πιατσέτα και τον Σεμπαστιάνο Ρίτσι … Dictionary of Greek
γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από … Dictionary of Greek
Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… … Dictionary of Greek
Γκουάρντι — (Guardi).Επώνυμο δύο αδερφών Ιταλών ζωγράφων. 1. Τζαν Αντόνιο (Gian Antonio, 1699 – 1760). Καλλιτέχνης από τη Βενετία. Από το 1716 ανέλαβε τη διεύθυνση του εργαστηρίου του πατέρα του στη Βενετία. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα –μερικά μόνο… … Dictionary of Greek
Μανιάσκο, Αλεσάντρο — (Alessandro Magnasco, Γένοβα 1667 – 1749). Ιταλός ζωγράφος. Επονομαζόταν επίσης και Ιλ Λισαντρίνο. Ήταν γιος του Στέφανο Μ., επίσης ζωγράφου. Στην εφηβεία του, ταξίδεψε στο Μιλάνο, όπου μαθήτευσε κοντά στο εργαστήριο του Φιλίπο Αμπιάτι,… … Dictionary of Greek